-
1 κυρτός
κυρτός, gekrümmt, gebogen, gewölbt; κῦμα κυρτὸν ἐὸν κορυφοῠται Il. 4, 426, vgl. 13, 799; Ath. XI, 474 a; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆϑος συνοχωκότε, zwei gerundete, krumme Schultern, vom Buckligen, Il. 2, 217; vgl. Nicarch. 28 (XI, 120); κάμηλος Babr. 40, 2; – τροχός, das Rad, Eur. Bacch. 1064 u. Sp., wie Pol. 6, 23, 2. – Das Convexe, dem Concaven, κοῖλον, entgegengesetzt, Arist. eth. 1, 13 u. öfter Plut. – Κυρτὰ κύπελλα, weite, große Becher, Anacr. 48, 22.
-
2 κυρτός
κυρτός, gekrümmt, gebogen, gewölbt; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτὼ ἐπὶ στῆϑος συνοχωκότε, zwei gerundete, krumme Schultern, vom Buckligen; τροχός, das Rad. Das Convexe, dem Concaven, κοῖλον, entgegengesetzt. Κυρτὰ κύπελλα, weite, große Becher
См. также в других словарях:
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek